„μεθοδικός“ μεθοδικός [meθoðiˈkos], μεθοδική, μεθοδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) methodisch, systematisch methodisch, systematisch μεθοδικός μεθοδικός