μεζούρα
[meˈzura]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Meterbandουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεζούρα μέτρομεζούρα μέτρο
- Messbecherαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεζούρα για αλεύρι, απορρυπαντικόμεζούρα για αλεύρι, απορρυπαντικό