„μεγιστοποίηση“: θηλυκό μεγιστοποίηση [mejistoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Maximierung Maximierungθηλυκό | Femininum, weiblich f μεγιστοποίηση μεγιστοποίηση