„μεγαλύτερος“ μεγαλύτερος [meɣaˈliteros], μεγαλύτερη, μεγαλύτερο <συγκριτικός | Komparativkomp>επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) größere, längere, ältere größere μεγαλύτερος μεγαλύτερος längere μεγαλύτερος σε μήκος μεγαλύτερος σε μήκος ältere μεγαλύτερος σε ηλικία μεγαλύτερος σε ηλικία examples ο μεγαλύτερος der Größte ο μεγαλύτερος μεγαλύτερος δυνατός größtmöglich μεγαλύτερος δυνατός