„μεγαλόσωμος“ μεγαλόσωμος [meɣaˈlosomos], μεγαλόσωμη, μεγαλόσωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) massig massig μεγαλόσωμος μεγαλόσωμος