μεγαλόπνευστος
[meɣaˈlopnefstos], μεγαλόπνευστη, μεγαλόπνευστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geistig erleuchtetμεγαλόπνευστοςμεγαλόπνευστος
Thank you for your feedback!