„μεγαλομανία“: θηλυκό μεγαλομανία [meɣalomaˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Größenwahn Größenwahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεγαλομανία μεγαλομανία