„μεγαλοκαλλιεργητής“: αρσενικό μεγαλοκαλλιεργητής [meɣalokalierjiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Großbauer Großbauerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεγαλοκαλλιεργητής μεγαλοκαλλιεργητής