„μεγαλοαστός“: αρσενικό μεγαλοαστός [meɣaloasˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Landadel Landadelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεγαλοαστός μεγαλοαστός