„μεγαθήριο“: ουδέτερο μεγαθήριο [meɣaˈθirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ungetüm Ungetümουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεγαθήριο μεγαθήριο