„μαϊμουδίζω“: μεταβατικό ρήμα μαϊμουδίζω [maimuˈðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachäffen nachäffen μαϊμουδίζω μαϊμουδίζω