„μαχαιρώνω“: μεταβατικό ρήμα μαχαιρώνω [maçeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abstechen, erstechen abstechen μαχαιρώνω τραυματίζω μαχαιρώνω τραυματίζω erstechen μαχαιρώνω σκοτώνω μαχαιρώνω σκοτώνω