„μαυρομάτης“ μαυρομάτης [mavroˈmatis], μαυρομάτα, μαυρομάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwarzäugig schwarzäugig μαυρομάτης μαυρομάτης