„ματόκλαδο“: ουδέτερο ματόκλαδο [maˈtoklaðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wimper Wimperθηλυκό | Femininum, weiblich f ματόκλαδο ματόκλαδο