„ματαιώνω“: μεταβατικό ρήμα ματαιώνω [mateˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vereiteln, ausfallen lassen, auflösen, absagen vereiteln ματαιώνω εμποδίζω να πετύχει κάτι ματαιώνω εμποδίζω να πετύχει κάτι ausfallen lassen ματαιώνω αναβάλλω ματαιώνω αναβάλλω auflösen ματαιώνω ακυρώνω ματαιώνω ακυρώνω absagen ματαιώνω ραντεβού ματαιώνω ραντεβού