„μαστοφόρο“: ουδέτερο μαστοφόρο [mastoˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Säugetier Säugetierουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαστοφόρο βιολογία | Biologieβιολ μαστοφόρο βιολογία | Biologieβιολ