„μαστογραφία“: θηλυκό μαστογραφία [mastoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mammografie Mammografieθηλυκό | Femininum, weiblich f μαστογραφία μαστογραφία