„μαστιγώνω“: μεταβατικό ρήμα μαστιγώνω [mastiˈɣono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auspeitschen auspeitschen μαστιγώνω μαστιγώνω