μαστιγοφόρο
[mastiɣoˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geißeltierchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμαστιγοφόρο βιολογία | Biologieβιολμαστιγοφόρο βιολογία | Biologieβιολ