„μαστίγωμα“: ουδέτερο μαστίγωμα [masˈtiɣoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geißelung Geißelungθηλυκό | Femininum, weiblich f μαστίγωμα μαστίγωμα