μασκότ
[masˈkot]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Maskottchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμασκότμασκότ
examples
- μασκότ στο καπό αυτοκινήτου αυτοκίνητο | AutoαυτοκKühlerfigurθηλυκό | Femininum, weiblich f