„μαρουλόφυλλο“: ουδέτερο μαρουλόφυλλο [maruˈlofilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Salatblatt Salatblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαρουλόφυλλο μαρουλόφυλλο