„Μαροκινός“: αρσενικό Μαροκινός [marokjiˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Marokkaner Marokkanerαρσενικό | Maskulinum, männlich m Μαροκινός Μαροκινός
„μαροκινός“ μαροκινός [marokjiˈnos], μαροκινή, μαροκινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) marokkanisch marokkanisch μαροκινός μαροκινός