„μαρέγκα“: θηλυκό μαρέγκα [maˈreŋga]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Baiser, Eischnee Baiserουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαρέγκα Eischneeαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαρέγκα μαρέγκα