„μανταρίνι“: ουδέτερο μανταρίνι [mandaˈrini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mandarine Mandarineθηλυκό | Femininum, weiblich f μανταρίνι μανταρίνι