„μανουβράρω“: μεταβατικό ρήμα μανουβράρω [manuˈvraro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) manövrieren, rangieren manövrieren, rangieren μανουβράρω μανουβράρω