„μανάβης“: αρσενικό μανάβης [maˈnavis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Obst- und Gemüsehandler Obst- und Gemüsehandlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μανάβης μανάβης