„μαμά“: θηλυκό μαμά [maˈma]θηλυκό | Femininum, weiblich f <-άδες> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mama Mamaθηλυκό | Femininum, weiblich f μαμά μαμά