„μαλθακώνω“: μεταβατικό ρήμα μαλθακώνω [malθaˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verweichlichen verweichlichen μαλθακώνω μαλθακώνω