μαλακός
[malaˈkos], μαλακή/μαλακιά, μαλακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- weichμαλακόςμαλακός
- μαλακός ήπιος
examples
- με το μαλακό!
- μαλακά μόριαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplWeichteileπληθυντικός | Plural pl
- μαλακό τυρίουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchmelzkäseαρσενικό | Maskulinum, männlich mStreichkäseαρσενικό | Maskulinum, männlich m