„μακρύτερος“ μακρύτερος [maˈkriteros], μακρύτερη, μακρύτερο <συγκριτικός | Komparativkomp>επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) längere, weitere längere(r, s), weitere(r, s) μακρύτερος μακρύτερος