„μακρύς“ μακρύς [maˈkris], μακριά, μακρύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lang lang μακρύς μακρύς examples μακρύς τείχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Längswandθηλυκό | Femininum, weiblich f μακρύς τείχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m