„μακρυμάλλικος“ μακρυμάλλικος [makriˈmalikos], μακρυμάλλικη, μακρυμάλλικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) langhaarig langhaarig μακρυμάλλικος μακρυμάλλικος