„μακροβιότητα“: θηλυκό μακροβιότητα [makroviˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Langlebigkeit Langlebigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μακροβιότητα μακροβιότητα