μακαρόνια
[makaˈroɲa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spaghettiπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplμακαρόνιαμακαρόνια
- Nudelnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplμακαρόνια γενμακαρόνια γεν