μακέτα
[maˈkjeta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Modellουδέτερο | Neutrum, sächlich nμακέτα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτμακέτα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
examples
- μακέτα σιδηρόδρομουModelleisenbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f