„μαζοχισμός“: αρσενικό μαζοχισμός [mazoçizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Masochismus Masochismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαζοχισμός μαζοχισμός