„μαγουλάδες“: πληθυντικός θηλυκού μαγουλάδες [maɣuˈlaðes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mumps Mumpsαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαγουλάδες ιατρική | Medizinιατρ μαγουλάδες ιατρική | Medizinιατρ