μαγιονέζα
[majoˈneza]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mayonnaiseθηλυκό | Femininum, weiblich fμαγιονέζαμαγιονέζα
- Majoθηλυκό | Femininum, weiblich fμαγιονέζα οικείο | umgangssprachlichοικμαγιονέζα οικείο | umgangssprachlichοικ