„μαίνομαι“: αμετάβατο ρήμα μαίνομαι [ˈmenome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wüten wüten μαίνομαι μαίνομαι