„μίτος“: αρσενικό μίτος [ˈmitos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Faden, Garn Fadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m μίτος Garnουδέτερο | Neutrum, sächlich n μίτος μίτος