μέτρηση
[ˈmetrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Messungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρηση διαστάσεωνAbmessungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρηση διαστάσεωνAusmessungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρηση διαστάσεωνμέτρηση διαστάσεων
- Messungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρηση θερμοκρασίαςμέτρηση θερμοκρασίας
examples
- μετρήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl θεαματικότητας τηλεόραση | FernsehenτηλZuschauerquoteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέτρηση απόστασηςDistanzmessungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέτρηση πίεσηςPulsmessungθηλυκό | Femininum, weiblich f