μέτρημα
[ˈmetrima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zählungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρημα καταμέτρησηZählenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέτρημα καταμέτρησημέτρημα καταμέτρηση
- Abmessungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρημα διαστάσεωνAusmessungθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρημα διαστάσεωνμέτρημα διαστάσεων