μέθοδος
[ˈmeθoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Methodeθηλυκό | Femininum, weiblich fμέθοδοςμέθοδος
- Verfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέθοδος τεχνική | Technikτεχν χημεία | Chemieχημμέθοδος τεχνική | Technikτεχν χημεία | Chemieχημ
- Arbeitsweiseθηλυκό | Femininum, weiblich fμέθοδος τρόπος δράσεωςμέθοδος τρόπος δράσεως
- Lehrmethodeθηλυκό | Femininum, weiblich fμέθοδος τρόπος διδασκαλίαςμέθοδος τρόπος διδασκαλίας
- Systematikθηλυκό | Femininum, weiblich fμέθοδος μεθοδικότηταSystemουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέθοδος μεθοδικότηταμέθοδος μεθοδικότητα
examples
- μέθοδος ανάκρισηςVerhörmethodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέθοδος βασανιστηρίουFoltermethodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέθοδος διδασκαλίαςLernmethodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples