„Μέγαιρα“: θηλυκό Μέγαιρα [ˈmejera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Megäre Megäreθηλυκό | Femininum, weiblich f Μέγαιρα μυθολογία | Mythologieμυθ Μέγαιρα μυθολογία | Mythologieμυθ
„μέγαιρα“: θηλυκό μέγαιρα [ˈmejera]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Furie Furieθηλυκό | Femininum, weiblich f μέγαιρα μέγαιρα