„μάχομαι“: αποθετικό ρήμα μάχομαι [ˈmaxome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kämpfen, bekämpfen kämpfen μάχομαι πολεμώ μάχομαι πολεμώ bekämpfen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk κατά+γενική | +Genitiv +gen jemandenή | oder od etwas) μάχομαι καταπολεμώ μάχομαι καταπολεμώ