„μάρκο“: ουδέτερο μάρκο [ˈmarko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) D-Mark D-Markθηλυκό | Femininum, weiblich f μάρκο ιστορία | Geschichteιστ μάρκο ιστορία | Geschichteιστ