„μάργαρο“: ουδέτερο μάργαρο [ˈmarɣaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Perlmutt Perlmuttουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάργαρο μάργαρο