„μάθηση“: θηλυκό μάθηση [ˈmaθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erlernen, Bildung Erlernenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάθηση απόκτηση γνώσεων μάθηση απόκτηση γνώσεων Bildungθηλυκό | Femininum, weiblich f μάθηση παιδεία μάθηση παιδεία