„λύγισμα“: ουδέτερο λύγισμα [ˈlijizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beuge Beugeθηλυκό | Femininum, weiblich f λύγισμα λύγισμα examples λύγισμα των γονάτων Kniebeugeθηλυκό | Femininum, weiblich f λύγισμα των γονάτων